Todos y cada uno disfrutarían de sus vacaciones. ¿Por qué entonces yo no habría de disfrutar de unas también? Trabajaba duro, había manejado ya varios proyectos de vital importancia para el avance de los negocios en los que se embarcaba la empresa; meses, días, horas frente a mi escritorio, seleccionando candidatos, revisando solicitudes, asignando proyectos y asegurándome de que cada proveedor de servicios recibiera su pago sin demoras.
¿Cómo era posible entonces que los demás estuviesen empacando sus trajes de baño o sus botas de nieve cuando yo sudaba excesivamente bajo el traje de corte inglés? Yo, que preparaba el café de la mañana y la tarde, que contestaba todas las llamadas que Gutiérrez y Amingorena no querían atender, que lidiaba con los asuntos desagradables entre proveedores y clientes, ¿no habría vacaciones para mí?
Veía como cada empleado entraba en la oficina de Vargas y salía triunfante, sonriendo, pensando en las vacaciones que acababa de ganarse. Sabía que debía tomar coraje y entrar a esa oficina yo también a arrebatar mis vacaciones de las manos de quien también tendría el derecho de negármelas. Y lo hice. Y aquí estoy. Disfrutando de una oficina vacía.
Las palabras de Vargas resonaban aún en mi cabeza: "No, Juancito. Lamentablemente tu viajecito a la costa no podrá ser. Por el momento necesito que alguien cuide del fuerte, ¿sabes?". Fui débil. Pero mi debilidad nada tiene que ver con que yo esté aún aquí. Si hubiese estado aunque sea medio paso delante de Vargas… Si hubiese sabido que existía una clave mágica para ganarme mi estadía en la costa por unos días... Me pregunto qué tan placentero hubiese sido estar en la playa, habiéndome ganado la empatía de Vargas del mismo modo en el que se la habían ganado los demás: informándole que trabajaría desde la playa durante mi escapadita a la costa. | Όλοι, μα όλοι, θα απολάμβαναν τις διακοπές τους. Τότε, γιατί δε θα ‘πρεπε να απολαμβάνω κι εγώ λίγες διακοπές; Δούλευα σκληρά, είχα ήδη διαχειριστεί διάφορα έργα ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας· μήνες, μέρες, ώρες ολόκληρες σκυμμένος στο γραφείο μου, επέλεγα υποψήφιους, εξέταζα αιτήσεις, κατένειμα έργα και φρόντιζα ώστε κάθε πάροχος υπηρεσιών να λαμβάνει την αμοιβή του χωρίς καθυστέρηση. Πώς ήταν, λοιπόν, δυνατό να ετοιμάζουν οι άλλοι τα μαγιό τους και τα πέδιλα του σκι, όταν εγώ ακόμα ίδρωνα κατάκοπος μέσα στο κουστούμι από το Corte Ingles? Εγώ, που ετοίμαζα τον καφέ κάθε πρωί και κάθε απόγευμα, που απαντούσα όλες τις κλήσεις που ο Gutierrez και ο Amingorena δε θέλαν να απαντήσουν, που πολεμούσα με όλες τις δυσάρεστες υποθέσεις ανάμεσα σε παρόχους και πελάτες, δε θα ‘χα εγώ λίγες διακοπές; Έβλεπα πώς έμπαινε κάθε υπάλληλος στο γραφείο του Vargas και έβγαινε θριαμβευτής, χαμογελώντας, με τη σκέψη στις διακοπές που μόλις είχε κερδίσει. Ήξερα πως έπρεπε να οπλιστώ με θάρρος και να μπω κι εγώ σε αυτό το γραφείο για να αρπάξω τις διακοπές μου από τα χέρια όποιου θα είχε επίσης το δικαίωμα να μου της αρνηθεί. Και το ‘κανα. Και να ‘μαι πάλι εδώ. Να απολαμβάνω ένα άδειο γραφείο. Τα λόγια του Vargas ηχούσαν ακόμη στο μυαλό μου: «Όχι, Juancito. Δυστυχώς το ταξιδάκι σου προς τις ακτές δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Προς το παρόν χρειάζομαι κάποιον να κρατά τα ηνία εδώ, κατάλαβες;» Φάνηκα αδύναμος. Όμως αυτή η αδυναμία μου δεν έχει με τίποτα να κάνει με το γεγονός ότι ακόμα είμαι εδώ. Αν είχα ορθώσει έστω και το μισό μου ανάστημα μπροστά στον Vargas… Αν ήξερα ότι υπήρχε ένα μαγικό κλειδί για να κερδίσω λίγες μέρες στις ακτές... Αναρωτιέμαι πόσο απολαυστικό θα ήταν να βρίσκομαι στην παραλία, έχοντας κερδίσει την κατανόηση του Vargas με τον ίδιο τρόπο που την είχαν κερδίσει και οι υπόλοιποι: να του πω ότι θα δούλευα από την παραλία κατά τη διάρκεια της μικρής μου απόδρασης στις ακτές.
|